ἄτρητος: Difference between revisions
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atritos | |Transliteration C=atritos | ||
|Beta Code=a)/trhtos | |Beta Code=a)/trhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἄτρητον,<br><span class="bld">A</span> [[not perforated]], [[without aperture]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 279e, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''516a26; with [[imperforate]] anus, Ptol.''Tetr.''150; of a virgin, Procop.''Arc.''17.<br><span class="bld">II</span> Act., [[not making holes]], [[ζῷα]] interpol. in [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488a25. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no perforado]] τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.<i>Plt</i>.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.<i>HA</i> 516<sup>a</sup>26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302<br /><b class="num">•</b>anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, [[εἴτε]] τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν [[εἴτε]] μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.<i>Tetr</i>.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada</i> Procop.<i>Arc</i>.17.36.<br /><b class="num">2</b> [[no perforable]] de metales [[muy compacto]] κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται [[ἄρρευστος]] καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45<br /><b class="num">•</b>pero cf. [[ἄτριστος]].<br /><b class="num">3</b> [[que no cava agujeros]] (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>25. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no perforado]] τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.<i>Plt</i>.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.<i>HA</i> 516<sup>a</sup>26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302<br /><b class="num">•</b>anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, [[εἴτε]] τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν [[εἴτε]] μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.<i>Tetr</i>.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.<i>Tetr</i>.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada</i> Procop.<i>Arc</i>.17.36.<br /><b class="num">2</b> [[no perforable]] de metales [[muy compacto]] κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται [[ἄρρευστος]] καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45<br /><b class="num">•</b>pero cf. [[ἄτριστος]].<br /><b class="num">3</b> [[que no cava agujeros]] (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.<i>HA</i> 488<sup>a</sup>25. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] 1) nicht durchbohrt, ohne Öffnung, Plat. Polit. 279 e. Bei Medic. = deren Zeugungstheile od. After verwachsen; vgl. [[τιτράω]]. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1, 12 stehen ζῷα ἄτρητα den τρηματώδη entgegen, die nicht in Höhlen leben. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄτρητος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἄτρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[непросверленный]], [[непроколотый]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> зоол. [[нероющий]] (τὰ μὲν ζῷα τρηματώδη, τὰ δ᾽ ἄτρητα Arst.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 24 November 2023
English (LSJ)
ἄτρητον,
A not perforated, without aperture, Pl.Plt. 279e, Arist.HA516a26; with imperforate anus, Ptol.Tetr.150; of a virgin, Procop.Arc.17.
II Act., not making holes, ζῷα interpol. in Arist.HA488a25.
Spanish (DGE)
-ον
1 no perforado τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.Plt.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.HA 516a26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302
•anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, εἴτε τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν εἴτε μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.Tetr.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.Tetr.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada Procop.Arc.17.36.
2 no perforable de metales muy compacto κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται ἄρρευστος καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45
•pero cf. ἄτριστος.
3 que no cava agujeros (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.HA 488a25.
German (Pape)
[Seite 389] 1) nicht durchbohrt, ohne Öffnung, Plat. Polit. 279 e. Bei Medic. = deren Zeugungstheile od. After verwachsen; vgl. τιτράω. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1, 12 stehen ζῷα ἄτρητα den τρηματώδη entgegen, die nicht in Höhlen leben.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτρητος, -ον)
αυτός που δεν έχει τρύπα
μσν.
(για γυναίκα) αδιακόρευτος
αρχ.
αυτός που δεν ανοίγει τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρητός < τετραίνω «τρυπώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἄτρητος:
1 непросверленный, непроколотый Plat., Arst.;
2 зоол. нероющий (τὰ μὲν ζῷα τρηματώδη, τὰ δ᾽ ἄτρητα Arst.).