ἄχωρος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=achoros
|Transliteration C=achoros
|Beta Code=a)/xwros
|Beta Code=a)/xwros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">without resting-place, homeless</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>77</span>; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα <span class="title">Tab.Defix.</span>97.11, cf. 96.17.</span>
|Definition=ἄχωρον, [[without resting-place]], [[homeless]], Ael.''Fr.''77; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα ''Tab.Defix.''97.11, cf. 96.17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />en maldiciones [[que no encuentra un lugar]], [[sin asiento fijo]], [[errante]] de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.<i>Fr</i>.77, cf. Hsch.<br /><b class="num"></b>tb. de cosas [[fuera de lugar]], [[inconveniente]] de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) <i>IG</i> 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα <i>IG</i> 3(3).96.17.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχωρος''': -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ [[μήτε]] τάξιν βίου [[μήτε]] κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς [[ταῦτα]] δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).
|lstext='''ἄχωρος''': -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ [[μήτε]] τάξιν βίου [[μήτε]] κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς [[ταῦτα]] δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />en maldiciones [[que no encuentra un lugar]], [[sin asiento fijo]], [[errante]] de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.<i>Fr</i>.77, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>tb. de cosas [[fuera de lugar]], [[inconveniente]] de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) <i>IG</i> 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα <i>IG</i> 3(3).96.17.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχωρος]], -ον (Α) [[χώρος]]<br />ο [[άστεγος]].
|mltxt=[[ἄχωρος]], -ον (Α) [[χώρος]]<br />ο [[άστεγος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχωρος Medium diacritics: ἄχωρος Low diacritics: άχωρος Capitals: ΑΧΩΡΟΣ
Transliteration A: áchōros Transliteration B: achōros Transliteration C: achoros Beta Code: a)/xwros

English (LSJ)

ἄχωρον, without resting-place, homeless, Ael.Fr.77; εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα γένοιτο καὶ ἄχωρα Tab.Defix.97.11, cf. 96.17.

Spanish (DGE)

-ον
en maldiciones que no encuentra un lugar, sin asiento fijo, errante de pers. ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους Ael.Fr.77, cf. Hsch.
tb. de cosas fuera de lugar, inconveniente de cosas εἴ τι μέλλει ἐργάζεσθαι, ἀνόνητα αὐτῷ γίνοιτο καὶ ἄχωρα (ἅπαντα) IG 3(3).97.11, χρήματα ... ἄχωρα καὶ ἄμοιρα IG 3(3).96.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχωρος: -ον, «ἐν κατάρᾳ λέγεται ὁ μήτε τάξιν βίου μήτε κατάστασιν οἰκίας (-είαν) ἔχων» Ἡσύχ.· ― «κατηύχοντό τε τοὺς ταῦτα δρῶντας ἀχώρους τε καὶ ἀτάφους κυσὶ καὶ ὄρνισιν ἐκριφθῆναι...» Σουΐδ. (Αἰλιαν. Ἀποσπ. 77 Hercher).

Greek Monolingual

ἄχωρος, -ον (Α) χώρος
ο άστεγος.