ἐμπλέκτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emplektis
|Transliteration C=emplektis
|Beta Code=e)mple/kths
|Beta Code=e)mple/kths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who plaits hair]], Gloss.:—fem. ἐμπλέκ-τρια, ib., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>528.5</span>.</span>
|Definition=ἐμπλέκτου, ὁ, [[one who plaits hair]], ''Glossaria'':—fem. [[ἐμπλέκτρια]], ib., ''EM''528.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ prob. [[el que trenza los cabellos]], [[peluquero]], <i>MAMA</i> 10.428 (Frigia, imper.), <i>Gloss</i>.2.109.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλέκτης''': -ου, ὁ, ὁ πλέκων τὰς κόμας, [[κομμωτής]], Γλωσσ.: θηλ. ἐμπλέκτρια = [[κομμώτρια]], «κομμώτριαν Ἀττικῶς, ἐμπλέκτριαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις 237· - «[[κομμώτρια]], ἐμπλέκτρια, ἡ κοσμοῦσα τὰς γυναῖκας» Σουΐδ.
|lstext='''ἐμπλέκτης''': -ου, ὁ, ὁ πλέκων τὰς κόμας, [[κομμωτής]], Γλωσσ.: θηλ. ἐμπλέκτρια = [[κομμώτρια]], «κομμώτριαν Ἀττικῶς, ἐμπλέκτριαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις 237· - «[[κομμώτρια]], ἐμπλέκτρια, ἡ κοσμοῦσα τὰς γυναῖκας» Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ prob. [[el que trenza los cabellos]], [[peluquero]], <i>MAMA</i> 10.428 (Frigia, imper.), <i>Gloss</i>.2.109.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπλέκτης]], ο (θηλ. [[ἐμπλέκτρια]], η) (AM)<br />ο [[κομμωτής]].
|mltxt=[[ἐμπλέκτης]], ο (θηλ. [[ἐμπλέκτρια]], η) (AM)<br />ο [[κομμωτής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλέκτης Medium diacritics: ἐμπλέκτης Low diacritics: εμπλέκτης Capitals: ΕΜΠΛΕΚΤΗΣ
Transliteration A: empléktēs Transliteration B: emplektēs Transliteration C: emplektis Beta Code: e)mple/kths

English (LSJ)

ἐμπλέκτου, ὁ, one who plaits hair, Glossaria:—fem. ἐμπλέκτρια, ib., EM528.5.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ prob. el que trenza los cabellos, peluquero, MAMA 10.428 (Frigia, imper.), Gloss.2.109.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πλέκων τὰς κόμας, κομμωτής, Γλωσσ.: θηλ. ἐμπλέκτρια = κομμώτρια, «κομμώτριαν Ἀττικῶς, ἐμπλέκτριαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις 237· - «κομμώτρια, ἐμπλέκτρια, ἡ κοσμοῦσα τὰς γυναῖκας» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἐμπλέκτης, ο (θηλ. ἐμπλέκτρια, η) (AM)
ο κομμωτής.