ὁδηγητήρ: Difference between revisions

m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=odigitir
|Transliteration C=odigitir
|Beta Code=o(dhghth/r
|Beta Code=o(dhghth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ὁδηγός]], <span class="title">Epigr.Gr.</span>779 (Chalcedon), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>41.6</span>.</span>
|Definition=ὁδηγητῆρος, ὁ, = [[ὁδηγός]] ([[guide]]), ''Epigr.Gr.''779 (Chalcedon), Orph.''H.''41.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁδηγητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ὁδηγός]] I.
|elrutext='''ὁδηγητήρ:''' ῆρος ὁ Anth. = [[ὁδηγός]] I.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[οδηγήτρια]] και [[οδηγήτρα]] (ΑΜ [[ὁδηγητήρ]], -ῆρος)<br />αυτός που οδηγεί, [[οδηγός]]<br />/ <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καθοδηγητής]], ο [[ηγέτης]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[οδηγήτρια]]<br />α) σταθερή [[γραμμή]] ή [[καμπύλη]] η οποία χρησιμεύει ως [[οδηγός]] για την [[περιγραφή]] καμπύλης ή επιφάνειας<br />β) <b>τεχνολ.</b> ο [[οδηγός]], η [[ευθυντηρία]]<br />γ) [[αυλάκωση]] της [[κάννης]] του πυροβόλου, [[εντομή]]<br />δ) <b>εκκλ.</b> i) [[προσωνυμία]] της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται<br />ii) [[τύπος]] βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό [[χέρι]] το [[θείο]] [[βρέφος]]<br />iii) [[ονομασία]] διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / <i>τρια</i>. Ο τ. [[ὁδηγητήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>ὁδηγῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[τιμωρητήρ]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:37, 25 August 2023

English (LSJ)

ὁδηγητῆρος, ὁ, = ὁδηγός (guide), Epigr.Gr.779 (Chalcedon), Orph.H.41.6.

German (Pape)

[Seite 292] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 203 (App. 283).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγητήρ: -ῆρος, = ὁδηγός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 283, Ὀρφ. Ὕμν. 40. 6.

Russian (Dvoretsky)

ὁδηγητήρ: ῆρος ὁ Anth. = ὁδηγός I.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οδηγήτρια και οδηγήτρα (ΑΜ ὁδηγητήρ, -ῆρος)
αυτός που οδηγεί, οδηγός
/ νεοελλ.
1. ο καθοδηγητής, ο ηγέτης
2. το θηλ. η οδηγήτρια
α) σταθερή γραμμή ή καμπύλη η οποία χρησιμεύει ως οδηγός για την περιγραφή καμπύλης ή επιφάνειας
β) τεχνολ. ο οδηγός, η ευθυντηρία
γ) αυλάκωση της κάννης του πυροβόλου, εντομή
δ) εκκλ. i) προσωνυμία της Παναγίας, η οποία καθοδηγεί τους πιστούς που τήν επικαλούνται
ii) τύπος βυζαντινής εικόνας της Θεοτόκου, η οποία κάθεται σε θρόνο και κρατά με το αριστερό χέρι το θείο βρέφος
iii) ονομασία διαφόρων εκκλησιών και μοναστηριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδηγῶ + κατάλ. -της / τρια. Ο τ. ὁδηγητήρ < ὁδηγῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρητήρ)].