φέκλη: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fekli
|Transliteration C=fekli
|Beta Code=fe/klh
|Beta Code=fe/klh
|Definition=ἡ, = Lat. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[faecula]], Ruf.<span class="title">Fr.</span>115, Critoap.Gal.12.490; cf. [[σφέκλη]], [[φαίκλα]].</span>
|Definition=ἡ, = Lat. [[faecula]] ([[burnt]] [[tartar]]), Ruf.''Fr.''115, Critoap.Gal.12.490; cf. [[σφέκλη]], [[φαίκλα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φέκλη''': ἡ, [[τρυγία]] οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται [[σφέκλη]] ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.
|lstext='''φέκλη''': ἡ, [[τρυγία]] οἴνου, Λατ. [[faecula]], [[faex vini usta]], τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται [[σφέκλη]] ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και [[σφέκλη]] και [[φαίκλα]] Α<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού και, [[κυρίως]], η καμμένη [[τρύγα]] («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faecula</i> «[[τρύγα]], [[μούστος]]»].
|mltxt=ἡ, ΜΑ, και [[σφέκλη]] και [[φαίκλα]] Α<br />το [[κατακάθι]] του κρασιού και, [[κυρίως]], η καμμένη [[τρύγα]] («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. [[faecula]] «[[τρύγα]], [[μούστος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέκλη Medium diacritics: φέκλη Low diacritics: φέκλη Capitals: ΦΕΚΛΗ
Transliteration A: phéklē Transliteration B: pheklē Transliteration C: fekli Beta Code: fe/klh

English (LSJ)

ἡ, = Lat. faecula (burnt tartar), Ruf.Fr.115, Critoap.Gal.12.490; cf. σφέκλη, φαίκλα.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φέκλη: ἡ, τρυγία οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται σφέκλη ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α
το κατακάθι του κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»].