ἐπιφορικός: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiforikos | |Transliteration C=epiforikos | ||
|Beta Code=e)piforiko/s | |Beta Code=e)piforiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιφορική, ἐπιφορικόν,<br><span class="bld">A</span> (ἐπιφορά 11.3) [[impetuous]], of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.''Id.'' 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.''Rh.''1p.494S.; <b class="b3">ἐ. λόγος</b> (viz. D.21) Longin. ''Fr.''18.<br><span class="bld">II</span> [[inferential]], [[illative]], ([[σύνδεσμος]]) A.D.''Conj.''227.25, al. Adv. [[ἐπιφορικῶς]] Sch.D.T.p.65 H.<br><span class="bld">III</span> (ἐπιφορά ''III'') [[forming the second]] or [[subsequent clause]], [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιφορικός:''' грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]]. | |mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιφορική, ἐπιφορικόν,
A (ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S.; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18.
II inferential, illative, (σύνδεσμος) A.D.Conj.227.25, al. Adv. ἐπιφορικῶς Sch.D.T.p.65 H.
III (ἐπιφορά III) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.
German (Pape)
[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφορικός: грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.
Greek Monolingual
ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.