δημεραστικός: Difference between revisions
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=dhmerastiko/s | |Beta Code=dhmerastiko/s | ||
|Definition=v. [[δημεραστής]]. | |Definition=v. [[δημεραστής]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[amante del pueblo]] subst. τὸ δ. [[amor por el pueblo]], [[pasión por los asuntos públicos]] ref. a Alcibíades, Procl.<i>in Alc</i>.146. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημεραστικός''': -ή, -όν, κλίσιν ἔχων πρὸς δημεραστίαν, Πρόκλ. Ἀλκ. 1, σ. 306. | |lstext='''δημεραστικός''': -ή, -όν, κλίσιν ἔχων πρὸς δημεραστίαν, Πρόκλ. Ἀλκ. 1, σ. 306. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δημεραστικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο επιδεικτικά [[φιλικός]] [[προς]] τον δήμο, τον λαό. | |mltxt=[[δημεραστικός]], -ή, -όν (Α)<br />ο επιδεικτικά [[φιλικός]] [[προς]] τον δήμο, τον λαό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 1 October 2022
English (LSJ)
v. δημεραστής.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
amante del pueblo subst. τὸ δ. amor por el pueblo, pasión por los asuntos públicos ref. a Alcibíades, Procl.in Alc.146.
German (Pape)
[Seite 561] ή, όν, zum Volksfreund geeignet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημεραστικός: -ή, -όν, κλίσιν ἔχων πρὸς δημεραστίαν, Πρόκλ. Ἀλκ. 1, σ. 306.
Greek Monolingual
δημεραστικός, -ή, -όν (Α)
ο επιδεικτικά φιλικός προς τον δήμο, τον λαό.