γνωμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gnomologikos
|Transliteration C=gnomologikos
|Beta Code=gnwmologiko/s
|Beta Code=gnwmologiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sententious</b>, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.Al.</span>1439a5</span>, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>9</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Theon<span class="title">Prog.</span>5</span>.</span>
|Definition=γνωμολογική, γνωμολογικόν, [[sententious]], τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.''Rh.Al.''1439a5, Demetr.''Eloc.''9. Adv. [[γνωμολογικῶς]] Theon''Prog.''5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[sentencioso]], [[δεῖ]] ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.<i>Rh</i>.1439<sup>a</sup>5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ [[βραχύτης]] καὶ γνωμολογικόν Demetr.<i>Eloc</i>.9, cf. Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.51<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[poema gnomológico]] τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.<i>Chr</i>.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sentenciosamente]] προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo <i>Prog</i>.99.12, cf. 17, Sch.S.<i>Ant</i>.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωμολογικός:''' [[напоминающий гномические изречения]], [[сентенциозный]] (τελευταί Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''γνωμολογικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωμολογικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη [[γνωμολογία]]<br /><b>2.</b> ο διανθισμένος με [[πολλά]] γνωμικά.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωμολογικός Medium diacritics: γνωμολογικός Low diacritics: γνωμολογικός Capitals: ΓΝΩΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōmologikós Transliteration B: gnōmologikos Transliteration C: gnomologikos Beta Code: gnwmologiko/s

English (LSJ)

γνωμολογική, γνωμολογικόν, sententious, τὰς τελευτὰς γ. ποιεῖσθαι Arist.Rh.Al.1439a5, Demetr.Eloc.9. Adv. γνωμολογικῶς TheonProg.5.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 sentencioso, δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι Anaximen.Rh.1439a5, ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόν Demetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
neutr. subst. poema gnomológico τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικά Procl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶς de figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.

German (Pape)

[Seite 498] zum Reden in Denksprüchen gehörig; τὸ γ., = vorigem, Sp.

Russian (Dvoretsky)

γνωμολογικός: напоминающий гномические изречения, сентенциозный (τελευταί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γνωμολογικός: -ή, -όν, πλήρης γνωμικῶν, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 33, 3, Δημ. Φαλ. 9.― Ἐπίρρ. –κῶς Walz Ρήτ. 1. 206.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωμολογικός, -ή, -όν)
1. ο σχετικός με τη γνωμολογία
2. ο διανθισμένος με πολλά γνωμικά.