σπονδυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[σπονδυλώδης]], | |mltxt=-ες / [[σπονδυλώδης]], σπονδυλῶδες, ΝΑ, και [[σφονδυλώδης]], σφονδυλῶδες, Α [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]]<br />όμοιος με σπόνδυλο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 10 January 2023
English (LSJ)
ες, like vertebrae, Sch. Il. 5.586.
Greek Monolingual
-ες / σπονδυλώδης, σπονδυλῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, σφονδυλῶδες, Α σπόνδυλος / σφόνδυλος
όμοιος με σπόνδυλο.