μειοδότις: Difference between revisions
(Created page with "{{grml |mltxt=μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια<br />αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσ...") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειοδότης]], ο, θηλ. [[μειοδότις]] και [[μειοδότρια]]<br />αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη [[τιμή]] σε [[δημοπρασία]], προκειμένου να αναλάβει την [[εκτέλεση]] ενός έργου ή την [[προμήθεια]] ενός προϊόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=[[μειοδότης]], ο, θηλ. [[μειοδότις]] και [[μειοδότρια]]<br />αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη [[τιμή]] σε [[δημοπρασία]], προκειμένου να αναλάβει την [[εκτέλεση]] ενός έργου ή την [[προμήθεια]] ενός προϊόντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (<b>βλ. λ.</b> [[μείων]]) <span style="color: red;">+</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:06, 25 August 2021
Greek Monolingual
μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια
αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].