επιτέλλω: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιτέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατάσσω]], [[δίνω]] [[εντολή]], [[παραγγέλλω]] (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἡνιόχῳ μὲν [[ἔπειτα]] ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] [[κάτι]], [[καθορίζω]] με [[διαταγή]] («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ολοκληρώνω]] - [[ανατέλλω]]»].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[ἐπιτέλλω]])<br />(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, [[ανατέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐπιτέλλομαι</i><br />(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῑος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, [[ἡνίκα]] περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῑς θάλλει ἀεξομένη», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ανατέλλω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐπιτέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατάσσω]], [[δίνω]] [[εντολή]], [[παραγγέλλω]] (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἡνιόχῳ μὲν [[ἔπειτα]] ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιβάλλω]] [[κάτι]], [[καθορίζω]] με [[διαταγή]] («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ολοκληρώνω]] - [[ανατέλλω]]»].<br /><b>(II)</b><br />(Α [[ἐπιτέλλω]])<br />(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, [[ανατέλλω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>ἐπιτέλλομαι</i><br />(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, [[ἡνίκα]] περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῖς θάλλει ἀεξομένη», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέλλω]] «[[ανατέλλω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

(I)
ἐπιτέλλω (Α)
1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῖς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ.
β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ’ ἐπίτειλον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ολοκληρώνω - ανατέλλω»].
(II)
ἐπιτέλλω)
(ενεργ. και παθ.) (για αστέρια) εμφανίζομαι στον ορίζοντα, ανατέλλω
αρχ.
παθ. ἐπιτέλλομαι
(για έρωτα) γεννιέμαι («ὡραῖος καὶ Ἔρως ἐπιτέλλεται, ἡνίκα περ γῆ ἄνθεσιν εἰαρινοῖς θάλλει ἀεξομένη», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέλλω «ανατέλλω»].