συγκαταριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
|mltxt=συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ [[καταριθμῶ]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] στους αριθμούς, [[συγκαταλέγω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συγκαταριθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(<b>με ενεργ. σημ.</b>) [[υπολογίζω]] [[μαζί]], [[συνυπολογίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 19:28, 27 September 2022

Greek Monolingual

συγκαταριθμῶ, -έω, ΝΜΑ καταριθμῶ
συμπεριλαμβάνω στους αριθμούς, συγκαταλέγω
αρχ.
μέσ. συγκαταριθμοῦμαι, -έομαι
(με ενεργ. σημ.) υπολογίζω μαζί, συνυπολογίζω.