πορθώ: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πορθῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[εκπορθώ]], [[αφανίζω]] με [[κατάκτηση]], [[λεηλατώ]] («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] πολεμική [[επίθεση]], [[προσβάλλω]] («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλώ]], [[καταστρέφω]] («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς | |mltxt=πορθῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[εκπορθώ]], [[αφανίζω]] με [[κατάκτηση]], [[λεηλατώ]] («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] πολεμική [[επίθεση]], [[προσβάλλω]] («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συλώ]], [[καταστρέφω]] («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῖν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ληστεύω]] [[αρπάζω]]<br /><b>4.</b> [[προξενώ]] όλεθρο, [[επιφέρω]] ολοκληρωτική [[καταστροφή]]<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πορθμοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πορθ</i>-, ετερριωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέρθω]] (<b>πρβλ.</b> <i>στροφῶ</i>: [[στρέφω]], <i>φορῶ</i>: [[φέρω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
πορθῶ, -έω, ΝΜΑ
εκπορθώ, αφανίζω με κατάκτηση, λεηλατώ («τὴν Σελλασίαν ἔκαον καὶ ἐπόρθουν», Ξεν.)
αρχ.
1. κάνω πολεμική επίθεση, προσβάλλω («προσέταξαν τήν τε χώραν... λεηλατῆσαι καὶ τὴν πόλιν πορθῆσαι», Διόδ.)
2. συλώ, καταστρέφω («θεοὺς τοὺς ἐγγενῆς πορθεῖν», Αισχύλ.)
3. ληστεύω αρπάζω
4. προξενώ όλεθρο, επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή
5. παθ. πορθμοῦμαι, -έομαι
(για γυναίκα) κατακτιέμαι με τη βία, βιάζομαι («αἰχμαλωτίδας κόρας βίᾳ πρὸς ἀνδρῶν πολεμίων πορθουμένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθ-, ετερριωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέρθω (πρβλ. στροφῶ: στρέφω, φορῶ: φέρω)].