ολόρριζος: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόρριζος]], -ον)<br />αυτός που έχει όλη του τη [[ρίζα]], [[σύρριζος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁλόρριζοι ἀπολοῦνται» — θα ξεκληριστούν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολορρίζως]] και [[ολόρριζα]] (ΑΜ ὁλορρίζως)<br />με όλη τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ὁλ(ο)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόρριζος]], -ον)<br />αυτός που έχει όλη του τη [[ρίζα]], [[σύρριζος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὁλόρριζοι ἀπολοῦνται» — θα ξεκληριστούν. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολορρίζως]] και [[ολόρριζα]] (ΑΜ ὁλορρίζως)<br />με όλη τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ὁλ(ο)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[πολύρριζος]]]. | ||
}} | }} |