σφαλίζω: Difference between revisions
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfalizo | |Transliteration C=sfalizo | ||
|Beta Code=sfali/zw | |Beta Code=sfali/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[fetter]] (cf. [[σφαλλός]] 2), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιξεν]], Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἐσφάλιζεν]]. σφάλλον· [[κολάκευσον]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[σφαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλείνω]] [[μέσα]], [[περιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]] τη δίοδο, [[εμποδίζω]] («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]], [[δεσμεύω]] («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ [[δεσμός]]», <b>Ησύχ.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ [[σφαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κλείνω]] [[μέσα]], [[περιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φράζω]] τη δίοδο, [[εμποδίζω]] («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δένω]], [[δεσμεύω]] («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ [[δεσμός]]», <b>Ησύχ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Hesych. führt ἐσφάλιξεν an und erkl. ἔδησεν, σφαλὸς γὰρ ὁ [[δεσμός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σφαλός
νεοελλ.
κλείνω μέσα, περιορίζω
νεοελλ.-μσν.
1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.)
2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῖνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
δένω, δεσμεύω («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός», Ησύχ.).
German (Pape)
Hesych. führt ἐσφάλιξεν an und erkl. ἔδησεν, σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός.