εξημερώνω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐξημερῶ, -όω) [[ημερώ]]<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι | |mltxt=(AM ἐξημερῶ, -όω) [[ημερώ]]<br />[[μετατρέπω]] [[κάτι]] ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῖαν»)<br /><b>2.</b> [[εκπολιτίζω]] («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπραΰνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῖαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.