οργαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀργαίνω]] (Α) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[διεγείρω]] κάποιον<br /><b>2.</b> οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῑκα νοῦν
|mltxt=[[ὀργαίνω]] (Α) [[οργή]]<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[διεγείρω]] κάποιον<br /><b>2.</b> οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, [[ὥσπερ]] [[εἶπον]], ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν», <b>Σοφ.</b>).
ἔχουσαν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὀργαίνω (Α) οργή
1. παροργίζω, διεγείρω κάποιον
2. οργίζομαι («ἀλλ' οὐ γάρ, ὥσπερ εἶπον, ὀργαίνειν καλὸν γυναῖκα νοῦν ἔχουσαν», Σοφ.).