υποπόδιο: Difference between revisions
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑποπόδιον]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχει [[υποπόδιο]]» <b>μτφ.</b> τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑποπόδιον]] | |mltxt=το / [[ὑποπόδιον]], ΝΜΑ<br />[[καθετί]] που τοποθετείται [[κάτω]] από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχει [[υποπόδιο]]» <b>μτφ.</b> τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὑποπόδιον]] διπλοῦν» — [[σκεύος]] χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την [[τήρηση]] του ρυθμού με τα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πόδιον]], υποκορ. του [[πούς]], <i>ποδός</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Afrikaans: voetstoel, skabel, voetbankie, stofie; Armenian Old Armenian: պատուանդան; Catalan: reposapeus, escambell; Chinese Cantonese: 腳凳, 脚凳; Mandarin: 腳台, 脚台, 腳凳, 脚凳; Czech: podnožka; Danish: fodskammel, skammel; Dutch: [[voetbankje]]; Esperanto: piedbenketo, skabelo; Estonian: jalajäri; Finnish: rahi, jalkajakkara; French: [[repose-pied]]; German: [[Schemel]], [[Fußbank]]; Gothic: 𐍆𐍉𐍄𐌿𐌱𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: [[υποπόδιο]]; Ancient Greek: [[ὑποπόδιον]], [[σφέλας]], [[θρῆνυς]]; Hebrew: הדום \ הֲדוֹם; Hungarian: zsámoly; Icelandic: fótskemill, fótaskemill, skemill; Indonesian: sandaran kaki; Italian: [[sgabello]], [[poggiapiedi]]; Japanese: 足載せ台; Latin: [[scabellum]]; Maori: tūrangawaewae; Middle English: schamel; Norwegian Bokmål: krakk; Nynorsk: krakk; Old English: fōtsċamol, sċamol; Old Norse: skemill; Polish: podnóżek; Portuguese: [[escabelo]]; Russian: [[скамеечка для ног]], [[подставка для ног]]; Spanish: [[reposapiés]], [[escabel]]; Swahili: kibao; Swedish: fotpall; Tagalog: timbanin; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎎 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 14 October 2022
Greek Monolingual
το / ὑποπόδιον, ΝΜΑ
καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του
νεοελλ.
φρ. «τον έχει υποπόδιο» μτφ. τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς
αρχ.
φρ. «ὑποπόδιον διπλοῦν» — σκεύος χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την τήρηση του ρυθμού με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόδιον, υποκορ. του πούς, ποδός].
Translations
Afrikaans: voetstoel, skabel, voetbankie, stofie; Armenian Old Armenian: պատուանդան; Catalan: reposapeus, escambell; Chinese Cantonese: 腳凳, 脚凳; Mandarin: 腳台, 脚台, 腳凳, 脚凳; Czech: podnožka; Danish: fodskammel, skammel; Dutch: voetbankje; Esperanto: piedbenketo, skabelo; Estonian: jalajäri; Finnish: rahi, jalkajakkara; French: repose-pied; German: Schemel, Fußbank; Gothic: 𐍆𐍉𐍄𐌿𐌱𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: υποπόδιο; Ancient Greek: ὑποπόδιον, σφέλας, θρῆνυς; Hebrew: הדום \ הֲדוֹם; Hungarian: zsámoly; Icelandic: fótskemill, fótaskemill, skemill; Indonesian: sandaran kaki; Italian: sgabello, poggiapiedi; Japanese: 足載せ台; Latin: scabellum; Maori: tūrangawaewae; Middle English: schamel; Norwegian Bokmål: krakk; Nynorsk: krakk; Old English: fōtsċamol, sċamol; Old Norse: skemill; Polish: podnóżek; Portuguese: escabelo; Russian: скамеечка для ног, подставка для ног; Spanish: reposapiés, escabel; Swahili: kibao; Swedish: fotpall; Tagalog: timbanin; Ugaritic: 𐎅𐎄𐎎