επάναγκες: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπάναγκες]] (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. [[ἐπανάγκης]], -<i>ες</i>)<br /><b>1.</b> (με ή [[χωρίς]] το <i>εστί</i>)<br />[[είναι]] αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις [[ἐπάναγκες]] περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> τὰ [[ἐπάναγκες]]<br />τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν [[πλέον]] ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν [[βάρος]] πλὴν τῶν [[ἐπάναγκες]] τούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ανάγκη]]. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη [[μορφή]] του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου <i>επανάγκης</i> ( | |mltxt=[[ἐπάναγκες]] (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. [[ἐπανάγκης]], -<i>ες</i>)<br /><b>1.</b> (με ή [[χωρίς]] το <i>εστί</i>)<br />[[είναι]] αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις [[ἐπάναγκες]] περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> τὰ [[ἐπάναγκες]]<br />τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν [[πλέον]] ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν [[βάρος]] πλὴν τῶν [[ἐπάναγκες]] τούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ανάγκη]]. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη [[μορφή]] του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου <i>επανάγκης</i> ([[πρβλ]]. [[συνήθης]] - <i>σύνηθες</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐπάναγκες (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. ἐπανάγκης, -ες)
1. (με ή χωρίς το εστί)
είναι αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο
2. επίρρ. αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις ἐπάναγκες περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)
3. φρ. τὰ ἐπάναγκες
τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανάγκη. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη μορφή του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου επανάγκης (πρβλ. συνήθης - σύνηθες)].