προανακινώ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] [[προηγουμένως]] («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς | |mltxt=-έω, Α<br /><b>1.</b> [[διεγείρω]] [[προηγουμένως]] («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς Νομαδικοῖς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερευνώ]] από [[πριν]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] εκ τών προτέρων κινήσεις [[χωρίς]] [[προειδοποίηση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 18 June 2022
Greek Monolingual
-έω, Α
1. διεγείρω προηγουμένως («ἤδη δὲ καὶ προανακινεῖσθαι τοῖς Νομαδικοῖς τοὺς πρὸς Ῥωμαίους ἀγώνας», Πλούτ.)
2. ερευνώ από πριν
3. κάνω εκ τών προτέρων κινήσεις χωρίς προειδοποίηση.