ορθοστάτης: Difference between revisions

m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῡ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-[[στάτης]]].
|mltxt=ο (Α [[ὀρθοστάτης]])<br />[[κάθε]] κατακόρυφο [[στήριγμα]] με το οποίο συγκρατείται [[κάτι]] όρθιο, [[δοκός]], [[πάσσαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(παλαιότερα) δίφωτος, [[τρίφωτος]] ή τετράφωτος [[λύχνος]] προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, [[λυχνοστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κίονας]], [[στύλος]]<br /><b>2.</b> επιτύμβιο [[μνημείο]] με κίονες<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας που προσφερόταν [[κατά]] τις θυσίες [[προς]] τους νεκρούς<br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ὁ γὰρ [[ὀρθοστάτης]] ἱεροῦ ἄρτου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>στα</i>- του [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[μεσοστάτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. μεσοστάτης].