ὀρθοστάτης

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοστάτης Medium diacritics: ὀρθοστάτης Low diacritics: ορθοστάτης Capitals: ΟΡΘΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: orthostátēs Transliteration B: orthostatēs Transliteration C: orthostatis Beta Code: o)rqosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ
A, (ἵστημι) upright shaft, pillar, E.Ion1134, HF980; building stones laid with their longest edges vertical, IG12.372.60, al., 22.1668.19, 42(1).103.74, al.; upright beam, Ph.Bel.74.8, Apollod.Poliorc.162.14; κλιμάκων ὀρθοστάτας prob. cj. in E.Supp.497.
2 funeral monument with pillars, Ath.Mitt.24.235 (Thyatira); so perhaps in E.Hel.547.
II a sort of sacrificial bread, Poll.6.73, cf. Thphr. ap. Porph.Abst.2.7.
III = librarius, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, der grade, aufrecht Stehende; eine Art Säulen, Eur. Ion. 1134; κλίμακες ὀρθοστάται, die grade, aufrecht stehende Leiter, Suppl. 513 (wo gew. ὀρθοστάτων accentuirt wird, was einen nomin. ὀρθόστατος voraussetzen würde). – Eine Art Opferkuchen, Poll. 6, 73, bei Todtenopfern gebräuchlich, Eur. Hel. 554, v.l. ὀρθοστάδες.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui se tient droit ; d'où subst.ὀρθοστάτης :
1 colonne;
2 gâteau qu'on offrait dans les sacrifices funéraires.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοστάτης: ου (ᾰ) ὁ
1 подпора, колонна Eur.: κλιμάκων ὀρθοστάται Eur. приставные лестницы - v.l. ὀρθόοτατος;
2 погребальная лепешка (сжигавшаяся на могиле усопшего) Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ὄρθιος ἱστάμενος· ὄρθιος στῦλος, κίων Εὐρ. Ἴων 1134, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 980, Συλλ. Ἐπιγρ. 160a. 60, 3510, καὶ ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 278. II. εἶδος πέμματος ἐν χρήσει εἰς ἐπικηδείους προσφοράς, ἐμπύρους τ’ ὀρθοστάτας Εὐρ. Ἑλ. 547. ― Κατὰ Πολυδ. Ϛ´, 73 «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρθοστάτης)
κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος
νεοελλ.
(παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης
αρχ.
1. κίονας, στύλος
2. επιτύμβιο μνημείο με κίονες
3. είδος πίτας που προσφερόταν κατά τις θυσίες προς τους νεκρούς
4. (κατά τον Πολυδ.) «ὁ γὰρ ὀρθοστάτης ἱεροῦ ἄρτου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στάτης (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. μεσοστάτης].

Greek Monotonic

ὀρθοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (στῆναι),
I. αυτός που στέκεται όρθιος· όρθιο ακόντιο, όρθιος στύλος, σε Ευρ.
II. είδος γλυκιάς πίτας που χρησιμοποιείτο σε επικήδειες προσφορές, στον ίδ.

Middle Liddell

ὀρθο-στᾰ́της, ου, ὁ, στῆναι
I. one who stands upright: an upright shaft, pillar, Eur.
II. a sort of cake used in funeral oblations, Eur.

English (Woodhouse)

pillar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)