γράπτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=graptis
|Transliteration C=graptis
|Beta Code=gra/pths
|Beta Code=gra/pths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wrinkled]], <span class="bibl">Eust.633.56</span>.</span>
|Definition=γράπτου, ὁ, [[wrinkled]], Eust.633.56.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[arruga]] Eust.633.56.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de [[γράφω]] q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0505.png Seite 505]] ὁ, der Runzeln hat, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0505.png Seite 505]] ὁ, der Runzeln hat, Eust.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[arruga]] Eust.633.56.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de [[γράφω]] q.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ)<br />αυτός που έχει [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος σημασιολογικά τ. του [[γράπις]], που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το [[γράπτης]] θεωρήθηκε παράγωγο του [[γράφω]] «[[χαράζω]] ([[γραμμή]])»].
|mltxt=ο (Μ)<br />αυτός που έχει [[ρυτίδες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος σημασιολογικά τ. του [[γράπις]], που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το [[γράπτης]] θεωρήθηκε παράγωγο του [[γράφω]] «[[χαράζω]] ([[γραμμή]])»].
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπτης Medium diacritics: γράπτης Low diacritics: γράπτης Capitals: ΓΡΑΠΤΗΣ
Transliteration A: gráptēs Transliteration B: graptēs Transliteration C: graptis Beta Code: gra/pths

English (LSJ)

γράπτου, ὁ, wrinkled, Eust.633.56.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ arruga Eust.633.56.
• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.

Greek Monolingual

ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].