Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεοδόχος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεοδόχος]] και θειοδόχος, -ον (AM)<br />αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ζωο</i>-<i>δόχος</i>, <i>ξενο</i>-<i>δόχος</i>].
|mltxt=[[θεοδόχος]] και θειοδόχος, -ον (AM)<br />αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[ζωοδόχος]], [[ξενοδόχος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1195] = θεοδέγμων, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοδόχος: -ον, δεχομένη ἢ δεξαμένη τὸν θεόν, ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεοδόχος και θειοδόχος, -ον (AM)
αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωοδόχος, ξενοδόχος].