ζωοδόχος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
German (Pape)
[Seite 1144] das Leben aufnehmend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοδόχος: -ον, δεχόμενος ἢ δεχθεὶς τὴν ζωήν, ζ. καὶ θεοδέγμων τάφος, ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM ζωοδόχος, -ον)
1. (κυρίως για τον τάφο του Ιησού ή για τον ουρανό) αυτός που δέχεται μέσα του ή έχει δεχθεί τη ζωή, δηλαδή τον Χριστό
2. ως επίθ. της Θεοτόκου, επειδή δέχθηκε μέσα της την πηγή της ζωής, τον Ιησού
νεοελλ.
φρ. «Ζωοδόχος Πηγή»
α) η Θεοτόκος
β) «Ζωοδόχος Πηγή» Μπαλουκλή
ονομασία περίφημου αγιάσματος στο Επταπύργιο, κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος, ξενοδόχος].