θεσμοφόριος: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thesmoforios | |Transliteration C=thesmoforios | ||
|Beta Code=qesmofo/rios | |Beta Code=qesmofo/rios | ||
|Definition=ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis | |Definition=ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis ''Chr.'' 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, ''Supp.Epigr.''2.866.<br><span class="bld">II</span> (''[[sc.]]'' [[μήν]]) name of month at Rhodes, ''IG''12(1).3.5; in Crete, ''GDI''5149.58. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεσμοφόριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Θεσμοφόριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στους Ροδίους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θεσμοφόριον]] ή <i> | |mltxt=[[θεσμοφόριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Θεσμοφόριος</i><br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στους Ροδίους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[θεσμοφόριον]] ή <i>θεσμοφορεῖον</i><br />[[ναός]] της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα [[θεσμοφόρια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[θεσμοφόριον]] [[μέτρον]]» — [[είδος]] δακτυλικού μέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[δαφνηφόριος]], [[ξυλοφόριος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, demoticon at Memphis, Mitteis Chr. 29.5 (ii B.C.); at Alexandria, Supp.Epigr.2.866.
II (sc. μήν) name of month at Rhodes, IG12(1).3.5; in Crete, GDI5149.58.
Greek Monolingual
θεσμοφόριος, -ον (Α)
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Θεσμοφόριος
ονομασία μήνα στους Ροδίους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεσμοφόριον ή θεσμοφορεῖον
ναός της Θεσμοφόρου Δήμητρος στον οποίο τελούνταν τα θεσμοφόρια
3. φρ. «θεσμοφόριον μέτρον» — είδος δακτυλικού μέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -φόριος (< -φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνηφόριος, ξυλοφόριος].