Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάσιμος]], ιων. τ. [[ἰήσιμος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο [[θεραπεύσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ [[θεός]], ἀλλ' [[ὅμως]] [[ἰάσιμος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. <i>βρώσ</i>-<i>ιμος</i>, <i>πόσ</i>-<i>ιμος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάσιμος]], ιων. τ. [[ἰήσιμος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο [[θεραπεύσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ [[θεός]], ἀλλ' [[ὅμως]] [[ἰάσιμος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> ([[πρβλ]]. [[βρώσιμος]], [[πόσιμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰάσιμος, ιων. τ. ἰήσιμος, -ον)
(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος
αρχ.
αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ θεός, ἀλλ' ὅμως ἰάσιμος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασις + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βρώσιμος, πόσιμος)].