ιαύω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαύω]] (Α)<br />[[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-<i>ι</i>-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>ιαύσω</i>, αόρ. <i>ιαύσαι</i>), το οποίο ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>au</i>- «[[κοιμάμαι]], [[διανυκτερεύω]]» ([[πρβλ]]. <i>αυ</i>-<i>λή</i>). Το ρ. [[ιαύω]] πιθ. να συνδέεται με το [[ενιαυτός]]].
|mltxt=[[ἰαύω]] (Α)<br />[[διανυκτερεύω]], [[περνώ]] τη [[νύχτα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-<i>ι</i>-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>ιαύσω</i>, αόρ. <i>ιαύσαι</i>), το οποίο ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>au</i>- «[[κοιμάμαι]], [[διανυκτερεύω]]» ([[πρβλ]]. [[αυλή]]). Το ρ. [[ιαύω]] πιθ. να συνδέεται με το [[ενιαυτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

ἰαύω (Α)
διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα με αναδιπλασιασμό (-ι-) τόσο στον ενεστώτα όσο και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ιαύσω, αόρ. ιαύσαι), το οποίο ανάγεται σε ρίζα au- «κοιμάμαι, διανυκτερεύω» (πρβλ. αυλή). Το ρ. ιαύω πιθ. να συνδέεται με το ενιαυτός].