ιστοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>οικο</i>-<i>τριβής</i>, <i>ωμο</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[οικοτριβής]], [[ωμοτριβής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής, ωμοτριβής].