κατάβαλμα: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάβαλμα]], τὸ (Μ)<br />[[κατηγορία]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβάλ</i>- του [[καταβάλλω]] ([[πρβλ]]. υποτακτ. αορ. β' <i>κατα</i>-<i>βάλ</i>-<i>ω</i> με τη σημ. «[[κατηγορώ]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. <i>ένταλ</i>-<i>μα</i>, <i>σφάλ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=[[κατάβαλμα]], τὸ (Μ)<br />[[κατηγορία]], [[συκοφαντία]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καταβάλ</i>- του [[καταβάλλω]] ([[πρβλ]]. υποτακτ. αορ. β' <i>κατα</i>-<i>βάλ</i>-<i>ω</i> με τη σημ. «[[κατηγορώ]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> ([[πρβλ]]. [[ένταλμα]], [[σφάλμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:17, 23 August 2021

Greek Monolingual

κατάβαλμα, τὸ (Μ)
κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβάλ- του καταβάλλω (πρβλ. υποτακτ. αορ. β' κατα-βάλ-ω με τη σημ. «κατηγορώ») + κατάλ. -μα (πρβλ. ένταλμα, σφάλμα)].