κενόφοβος: Difference between revisions
From LSJ
τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι (Hesiod, Works and Days 289) → But between us and Goodness the gods have placed the sweat of our brows
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κενόφοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο [[γεμάτος]] αδικαιολόγητο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κενόφοβος]], -ον (Α)<br />αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο [[γεμάτος]] αδικαιολόγητο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φοβος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. [[ονειρόφοβος]], [[πολύφοβος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
κενόφοβος: -ον, πλήρης κενοῦ φόβου, ὁ ψευδῆ φόβον ἔχων, ὁ μάταια φοβούμενος, Φαβωρῖν, ἐν λέξ. ψοφοδεής.
Greek Monolingual
κενόφοβος, -ον (Α)
αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο γεμάτος αδικαιολόγητο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ονειρόφοβος, πολύφοβος].