πολύφοβος

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφοβος Medium diacritics: πολύφοβος Low diacritics: πολύφοβος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΒΟΣ
Transliteration A: polýphobos Transliteration B: polyphobos Transliteration C: polyfovos Beta Code: polu/fobos

English (LSJ)

πολύφοβον, very timid, Sch.S.Tr.841.

German (Pape)

[Seite 676] sehr furchtsam, Schol. Soph. Trach. 854.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφοβος: -ον, ὁ πολὺ πεφοβημένος, δειλός, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 841, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πολύοκνος.

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ φοβισμένος, φοβιτσιάρης, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επίφοβος].