πολύφοβος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
πολύφοβον, very timid, Sch.S.Tr.841.
German (Pape)
[Seite 676] sehr furchtsam, Schol. Soph. Trach. 854.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφοβος: -ον, ὁ πολὺ πεφοβημένος, δειλός, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 841, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πολύοκνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ φοβισμένος, φοβιτσιάρης, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επίφοβος].