κερχνηίς: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερχνηίς]] -[[ίδος]] και κερχνής, -[[ήδος]] και [[κέρχνη]] και [[κεγχρηίς]], -[[ίδος]] και [[κεγχρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] γερακιού που πήρε την [[ονομασία]] του από τη βραχνή [[φωνή]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κερχνηίς]] <span style="color: red;"><</span> [[κέρχνος]] (II) «[[βραχνάδα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηίς</i>, που απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών ([[πρβλ]]. <i>χλωρ</i>-<i>ηίς</i> «[[αηδόνι]]» <span style="color: red;"><</span> [[χλωρός]]). Από το [[κερχνηίς]] προέκυψε με μεταπλασμό [[κατά]] τα πρωτόκλιτα ο τ. [[κέρχνη]]. Τέλος, [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κέγχρος]], το οποίο [[μάλιστα]] εμφανίζει παράλληλο τ. [[κέρχνος]], προέκυψαν οι τ. <i>κεγχρ</i>-<i>ηίς</i> και <i>κεγχρ</i>-<i>ίς</i>].
|mltxt=[[κερχνηίς]] -ίδος και κερχνής, -[[ήδος]] και [[κέρχνη]] και [[κεγχρηίς]], -ίδος και [[κεγχρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] γερακιού που πήρε την [[ονομασία]] του από τη βραχνή [[φωνή]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κερχνηίς]] <span style="color: red;"><</span> [[κέρχνος]] (II) «[[βραχνάδα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηίς</i>, που απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών ([[πρβλ]]. <i>χλωρ</i>-<i>ηίς</i> «[[αηδόνι]]» <span style="color: red;"><</span> [[χλωρός]]). Από το [[κερχνηίς]] προέκυψε με μεταπλασμό [[κατά]] τα πρωτόκλιτα ο τ. [[κέρχνη]]. Τέλος, [[κατά]] παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το [[κέγχρος]], το οποίο [[μάλιστα]] εμφανίζει παράλληλο τ. [[κέρχνος]], προέκυψαν οι τ. <i>κεγχρ</i>-<i>ηίς</i> και <i>κεγχρ</i>-<i>ίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

κερχνηίς -ίδος και κερχνής, -ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, -ίδος και κεγχρίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. -ηίς, που απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. χλωρ-ηίς «αηδόνι» < χλωρός). Από το κερχνηίς προέκυψε με μεταπλασμό κατά τα πρωτόκλιτα ο τ. κέρχνη. Τέλος, κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κέγχρος, το οποίο μάλιστα εμφανίζει παράλληλο τ. κέρχνος, προέκυψαν οι τ. κεγχρ-ηίς και κεγχρ-ίς].