κοψοχέρης: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ικο<br />αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]), [[πρβλ]]. <i>σφιχτο</i>-[[χέρης]], <i>χρυσο</i>-[[χέρης]], ή υποχωρητ. <span style="color: red;"><</span> [[κοψοχερίζω]]].
|mltxt=-α, -ικο<br />αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]), [[πρβλ]]. [[σφιχτοχέρης]], [[χρυσοχέρης]], ή υποχωρητ. <span style="color: red;"><</span> [[κοψοχερίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:46, 24 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ικο
αυτός που έχει το ένα ή και τα δύο του χέρια κομμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χέρης (< χέρι), πρβλ. σφιχτοχέρης, χρυσοχέρης, ή υποχωρητ. < κοψοχερίζω].