κρεατής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιά, -ί<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρέατος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρεατί</i><br /><i>το</i> [[χρώμα]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. επιθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] -<i>ής</i> ([[πρβλ]]. <i>θαλασσ</i>-<i>ής</i>, <i>κανελ</i>-<i>ής</i>)].
|mltxt=-ιά, -ί<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρέατος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κρεατί</i><br /><i>το</i> [[χρώμα]] του κρέατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. επιθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] -<i>ής</i> ([[πρβλ]]. [[θαλασσής]], [[κανελής]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ιά, -ί
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρέατος
2. το ουδ. ως ουσ. το κρεατί
το χρώμα του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + κατάλ. επιθ. που δηλώνουν χρώμα -ής (πρβλ. θαλασσής, κανελής)].