κτήτορας: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[κτητόρισσα]] (AM [[κτήτωρ]], -ορος, Μ θηλ. [[κτητόρισσα]])<br />[[κύριος]], [[κάτοχος]], [[ιδιοκτήτης]] («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ναούς, μονές, ιδρύματα) [[ιδρυτής]], [[κτίτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- του <i>κτῶμαι</i>, [[πρβλ]]. μελλ. <i>κτή</i>-<i>σομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[κτητόρισσα]] (AM [[κτήτωρ]], -ορος, Μ θηλ. [[κτητόρισσα]])<br />[[κύριος]], [[κάτοχος]], [[ιδιοκτήτης]] («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ναούς, μονές, ιδρύματα) [[ιδρυτής]], [[κτίτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- του <i>κτῶμαι</i>, [[πρβλ]]. μελλ. <i>κτή</i>-<i>σομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. [[κτίτωρ]], [[ρήτωρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, -ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα)
κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
(για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- του κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή-σομαι + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτίτωρ, ρήτωρ)].