μαινάδα: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[μαινάς]], Μ και [[μαινάδα]])<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι μαινάδες</i><br />[[ονομασία]] κατώτερων θεαινών που [[κατά]] τη [[μυθολογία]] ήταν συνοδοί του Διονύσου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] [[κακιά]] και άσχημη, [[στρίγγλα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] καβουριού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> μανιακή, τρελή<br /><b>2.</b> [[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτή που διεγείρει μανιώδη έρωτα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] τών Ερινυών και της Κασσάνδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=η (AM [[μαινάς]], Μ και [[μαινάδα]])<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι μαινάδες</i><br />[[ονομασία]] κατώτερων θεαινών που [[κατά]] τη [[μυθολογία]] ήταν συνοδοί του Διονύσου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] [[κακιά]] και άσχημη, [[στρίγγλα]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[είδος]] καβουριού<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> μανιακή, τρελή<br /><b>2.</b> [[πόρνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτή που διεγείρει μανιώδη έρωτα<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] τών Ερινυών και της Κασσάνδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[μονάς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:55, 13 May 2023
Greek Monolingual
η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα)
στον πληθ. οι μαινάδες
ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί του Διονύσου
νεοελλ.
1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα
2. ζωολ. είδος καβουριού
μσν.-αρχ.
1. ως επίθ. μανιακή, τρελή
2. πόρνη
αρχ.
1. αυτή που διεγείρει μανιώδη έρωτα
2. προσωνυμία τών Ερινυών και της Κασσάνδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + κατάλ. -άς (πρβλ. μονάς)].