μαλακόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malakothriks
|Transliteration C=malakothriks
|Beta Code=malako/qric
|Beta Code=malako/qric
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[soft-haired]], Arist. ''GA'' 783a13.
|Definition=[[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ, [[soft-haired]], Arist. ''GA'' 783a13.
}}
{{pape
|ptext=-τριχος, <i>[[weichhaarig]]</i>, Arist. <i>gen.an</i>. 5.3.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκόθριξ:''' [[μαλακότριχος]] adj. [[имеющий мягкие волосы]], [[мягковолосый]] ([[Σκύθαι]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
|lstext='''μᾰλᾰκόθριξ''': [[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], -τριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκό]]-[[θριξ]])].
|mltxt=[[μαλακόθριξ]], [[μαλακότριχος]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει απαλό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλακός]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκόθριξ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰλᾰκόθριξ:''' τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый ([[Σκύθαι]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλακόθριξ Medium diacritics: μαλακόθριξ Low diacritics: μαλακόθριξ Capitals: ΜΑΛΑΚΟΘΡΙΞ
Transliteration A: malakóthrix Transliteration B: malakothrix Transliteration C: malakothriks Beta Code: malako/qric

English (LSJ)

μαλακότριχος, ὁ, ἡ, soft-haired, Arist. GA 783a13.

German (Pape)

-τριχος, weichhaarig, Arist. gen.an. 5.3.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый (Σκύθαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόθριξ: μαλακότριχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὰς τρίχας, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 19.

Greek Monolingual

μαλακόθριξ, μαλακότριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει απαλό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκόθριξ)].