καλαθοειδής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalathoeidis | |Transliteration C=kalathoeidis | ||
|Beta Code=kalaqoeidh/s | |Beta Code=kalaqoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=καλαθοειδές, [[basket-shaped]], [[narrow at the base]], Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.''in Cael.''546.31. Adv. [[καλαθοειδῶς]] Heraclit.''All.''46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
καλαθοειδές, basket-shaped, narrow at the base, Cleom.2.2, Gal.18(1).822, Theo Sm.p.196H., Simp.in Cael.546.31. Adv. καλαθοειδῶς Heraclit.All.46.
German (Pape)
[Seite 1306] ές, korbförmig, Sp.
Greek Monolingual
καλαθοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα καλαθιού, ο στενός στη βάση του.
επίρρ...
καλαθοειδῶς (Α)
με σχήμα ή μορφή καλαθιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ρομβοειδής, σφαιροειδής].