τεκοκτόνος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tekoktonos
|Transliteration C=tekoktonos
|Beta Code=tekokto/nos
|Beta Code=tekokto/nos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[τεκνοκτόνος]], v. [[τεκεκτόνος]].</span>
|Definition=τεκοκτόνον, = [[τεκνοκτόνος]], v. [[τεκεκτόνος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:40, 25 August 2023

English (LSJ)

τεκοκτόνον, = τεκνοκτόνος, v. τεκεκτόνος.

German (Pape)

[Seite 1083] = τεκνοκτόνος, richtigere Lesart als τεκεκτόνος, Orph. Lith. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

τεκοκτόνος: -ον, = τεκνοκτόνος, Ὀρφ. Λιθ. 10. 9, περὶ τῆς Μηδείας, ἴδε Animadvertib Lobeck. εἰς Φρύν. σ. 678.

Greek Monolingual

-ον, Α
τεκνοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκος «παιδί, τέκνο» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητροκτόνος.