ἐκπερισσῶς: Difference between revisions

mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kperissw=s
|Beta Code=e)kperissw=s
|Definition=Adv. [[more exceedingly]], Ev.Marc.14.31.
|Definition=Adv. [[more exceedingly]], Ev.Marc.14.31.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[d'une façon tout à fait excessive]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[περισσός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπερισσῶς:''' [[с чрезвычайной силой]], [[решительно]] (λαλεῖν NT - [[varia lectio|v.l.]] ἐκ περισσοῦ).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπερισσῶς''': ἐπίρρ. ἔτι [[μᾶλλον]], Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. [[εἶναι]] ἐκ περισσοῦ.
|lstext='''ἐκπερισσῶς''': ἐπίρρ. ἔτι [[μᾶλλον]], Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. [[εἶναι]] ἐκ περισσοῦ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />d’une façon tout à fait excessive.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[περισσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπερισσῶς:''' επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐκπερισσῶς:''' επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπερισσῶς:''' с чрезвычайной силой, решительно (λαλεῖν NT - v. l. ἐκ περισσοῦ).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[more]] [[exceedingly]], NTest.
|mdlsjtxt=[[more]] [[exceedingly]], NTest.
}}
{{eles
|esgtx=[[excesivamente]]
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 9 January 2023

English (LSJ)

Adv. more exceedingly, Ev.Marc.14.31.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une façon tout à fait excessive.
Étymologie: ἐκ, περισσός.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπερισσῶς: с чрезвычайной силой, решительно (λαλεῖν NT - v.l. ἐκ περισσοῦ).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπερισσῶς: ἐπίρρ. ἔτι μᾶλλον, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδʹ, 31 Λαχμ., ἀλλ᾿ ἡ συνήθ. γρ. εἶναι ἐκ περισσοῦ.

Greek Monolingual

ἐκπερισσῶς (Α)
επίρρ. έτι μάλλον, ακόμη περισσότερο.

Greek Monotonic

ἐκπερισσῶς: επίρρ., εξαιρετικά υπερβολικά, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

more exceedingly, NTest.

Spanish

excesivamente