δεῖρος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deiros | |Transliteration C=deiros | ||
|Beta Code=dei=ros | |Beta Code=dei=ros | ||
|Definition=εος, τό, <span class=" | |Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[δειρή]], Euph.38 (pl.).<br><span class="bld">II</span> = [[δειράς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[cuello]], [[Γαιζῆται]] περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. [[δέρη]].<br /><b class="num">2</b> [[δεῖρος]]· λόφος. καὶ [[ἀνάντης]] τόπος Hsch., cf. δειράς.<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>de-wi-jo</i> (?). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=δεῖρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
εος, τό,
A = δειρή, Euph.38 (pl.).
II = δειράς, Hsch.
Spanish (DGE)
-εος, τό
1 cuello, Γαιζῆται περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. δέρη.
2 δεῖρος· λόφος. καὶ ἀνάντης τόπος Hsch., cf. δειράς.
• Diccionario Micénico: de-wi-jo (?).
Greek Monolingual
δεῖρος, το (Α)
1. δειρή
2. δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του δειράς είτε προήλθε από το σύνθ. υψί-δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].