τζίτζικας: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
mNo edit summary
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
 
Line 2: Line 2:
|mltxt=και [[τσίτσικας]], ο, και [[τζιτζίκι]], το, Ν·1. <b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] μεγαλόσωμων ομόπτερων εντόμων της οικογένειας cicadiidae που ανήκει στην [[τάξη]] ημίπτερα, με 1.500 [[περίπου]] είδη που αφθονούν στις θερμές περιοχές της Γης και χαρακτηρίζονται από τον ηχηρό τριγμό που παράγουν τα αρσενικά μέσω ενός ειδικού οργάνου, [[κοντά]] στη [[βάση]] της κοιλιάς<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαδευτηρίου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[τζίτζικας]] ελάλησε, μαύρη [[ρώγα]] σκάρισε» — δηλώνει την ωρίμανση τών σταφυλιών, που συμπίπτει χρονικά με το [[τερέτισμα]] τών τζιτζικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τέττιξ]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ήχου <i>τζι τζι</i>].
|mltxt=και [[τσίτσικας]], ο, και [[τζιτζίκι]], το, Ν·1. <b>ζωολ.</b> γενική [[κοινή]] [[ονομασία]] μεγαλόσωμων ομόπτερων εντόμων της οικογένειας cicadiidae που ανήκει στην [[τάξη]] ημίπτερα, με 1.500 [[περίπου]] είδη που αφθονούν στις θερμές περιοχές της Γης και χαρακτηρίζονται από τον ηχηρό τριγμό που παράγουν τα αρσενικά μέσω ενός ειδικού οργάνου, [[κοντά]] στη [[βάση]] της κοιλιάς<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαδευτηρίου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[τζίτζικας]] ελάλησε, μαύρη [[ρώγα]] σκάρισε» — δηλώνει την ωρίμανση τών σταφυλιών, που συμπίπτει χρονικά με το [[τερέτισμα]] τών τζιτζικιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τέττιξ]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ήχου <i>τζι τζι</i>].
}}
}}
==Translations==
{{trml
Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: [[cicada]]; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: [[cigale]]; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: [[τζιτζίκι]], [[τζίτζικας]], [[τσίτσικας]], [[τζίτζιρας]], [[τζίντζιρας]]; Cypriot Greek: [[ζίζιρος]], [[κάκαρος]]; Ancient Greek: [[τέττιξ]], [[κερκώπη]], [[μέμβραξ]], [[τιτιγόνιον]], [[τεττιγόνιον]], [[ἠχέτης]], [[βόμβυλος]], [[ἀκανθίας]]; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: [[цикада]]; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: [[chicharra]], [[cigarra]], [[coyuyo]]; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬
|trtx=Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: [[cicada]]; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: [[cigale]]; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: [[τζιτζίκι]], [[τζίτζικας]], [[τσίτσικας]], [[τζίτζιρας]], [[τζίντζιρας]]; Cypriot Greek: [[ζίζιρος]], [[κάκαρος]]; Ancient Greek: [[τέττιξ]], [[κερκώπη]], [[μέμβραξ]], [[τιτιγόνιον]], [[τεττιγόνιον]], [[ἠχέτης]], [[βόμβυλος]], [[ἀκανθίας]]; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: [[цикада]]; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: [[chicharra]], [[cigarra]], [[coyuyo]]; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬
}}

Latest revision as of 16:26, 10 September 2022

Greek Monolingual

και τσίτσικας, ο, και τζιτζίκι, το, Ν·1. ζωολ. γενική κοινή ονομασία μεγαλόσωμων ομόπτερων εντόμων της οικογένειας cicadiidae που ανήκει στην τάξη ημίπτερα, με 1.500 περίπου είδη που αφθονούν στις θερμές περιοχές της Γης και χαρακτηρίζονται από τον ηχηρό τριγμό που παράγουν τα αρσενικά μέσω ενός ειδικού οργάνου, κοντά στη βάση της κοιλιάς
2. είδος κλαδευτηρίου
3. παροιμ. «τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα σκάρισε» — δηλώνει την ωρίμανση τών σταφυλιών, που συμπίπτει χρονικά με το τερέτισμα τών τζιτζικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέττιξ, πιθ. κατ' επίδραση του ήχου τζι τζι].

Translations

Ainu: ヤキ; Albanian: gjinkallë; Arabic: زِيز‎, زيزيات; Armenian: կնճիթավոր ճպուռ, ցիկադա; Old Armenian: ճպուռն; Belarusian: цыка́да; Bengali: উচ্চিংড়ে; Bulgarian: цикада, жътвар; Burmese: ပုစဉ်းရင်ကွဲ; Catalan: cigala; Chepang: लीर्‌; Cherokee: ᎶᎶ; Chinese Mandarin: 蟬, 蝉, 知了; Czech: cikáda; Danish: cikade; Dutch: cicade; English: cicada; Esperanto: cikado; Estonian: tirt, tsikaad; Finnish: laulukaskas; French: cigale; Galician: carricanta, carriola, relo, cantaruxa, albariña; German: Zikade; Greek: τζιτζίκι, τζίτζικας, τσίτσικας, τζίτζιρας, τζίντζιρας; Cypriot Greek: ζίζιρος, κάκαρος; Ancient Greek: τέττιξ, κερκώπη, μέμβραξ, τιτιγόνιον, τεττιγόνιον, ἠχέτης, βόμβυλος, ἀκανθίας; Hindi: शलभ, सिकाडा, झींगुर, झीँगुर; Hungarian: kabóca; Ilocano: andidit; Indonesian: tonggeret; Italian: cicala; Japanese: 蝉, セミ; Javanese: tonggèrèt; Khmer: រៃ; Korean: 매미, 쓰르라미; Lao: ຈັກຈັ່ນ; Latin: cicāda; Latvian: cikāde; Lithuanian: cikada; Macedonian: цикада; Malagasy: jorery; Malay: reriang; Malayalam: ചീവീട്; Manchu: ᠪᡳᠶᠠᠩᠰᡳᡴᡡ; Maori: tātarakihi; Mirandese: checharra; Navajo: wóóneeshchʼįįdii; Norwegian Bokmål: sikade; Persian: زنجره‎; Punjabi: ਬੀਂਡਾ; Polish: cykada; Portuguese: cigarra; Romanian: cicadă, cicoare; Russian: цикада; Serbo-Croatian Cyrillic: цврчак, цикада; Roman: cvrčak, cikada; Slovak: cikáda; Slovene: škržat; Spanish: chicharra, cigarra, coyuyo; Swedish: cikada; Tagalog: kulilis, kuliglig; Thai: จักจั่น; Ukrainian: цика́да; Vietnamese: ve sầu; Volapük: zikad; Zhuang: bid; fa: زنجره‌واران; ilo: andidit; ja: セミ; lv: cikāžu virsdzimta; ml: ചീവീട്; sw: nyenje-miti; zh_yue: 沙蟬