αντιτέμνω: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιτέμνω]] (Α)<br /><b>φρ.</b> [[κόβω]] βότανα για να χρησιμοποιηθούν [[εναντίον]] των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῖσι»).
|mltxt=[[ἀντιτέμνω]] (Α)<br /><b>φρ.</b> [[κόβω]] βότανα για να χρησιμοποιηθούν [[εναντίον]] των ασθενειών («Φοῖβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῖσι»).
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἀντιτέμνω (Α)
φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῖβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῖσι»).