επιξενούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιξενοῦμαι]], [[ἐπιξενόομαι]] (AM) [[επίξενος]]<br />φιλοξενούμαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) [[ταξιδιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] στην αλλοδαπή, [[ξενιτεύομαι]] («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[επισκέπτομαι]] άλλον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, [[είμαι]] [[στενός]] [[φίλος]] του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῑσα σώμασι μοῑρα» — το [[μέρος]] που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή [[μαρτυρία]] («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι<br />Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».
|mltxt=[[ἐπιξενοῦμαι]], [[ἐπιξενόομαι]] (AM) [[επίξενος]]<br />φιλοξενούμαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταξιδεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) [[ταξιδιώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] στην αλλοδαπή, [[ξενιτεύομαι]] («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[επισκέπτομαι]] άλλον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, [[είμαι]] [[στενός]] [[φίλος]] του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα» — το [[μέρος]] που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή [[μαρτυρία]] («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι<br />Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἐπιξενοῦμαι, ἐπιξενόομαι (AM) επίξενος
φιλοξενούμαι
μσν.
1. ταξιδεύω
2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης
αρχ.
1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῦσθαι τοῖς τηλικούτοις», Ισοκρ.)
2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο
3. έχω σχέσεις ξενίας με κάποιον, είμαι στενός φίλος του («ἐπιξενῶσθαι πολλοῖς καὶ πιστευθῆναι ἐν τῇ Ἑλλάδι», Δημοσθ.)
4. μτφ. παρέχομαι, αποδίδομαι («ἡ ἐπιξενωθεῖσα σώμασι μοῖρα» — το μέρος που παρέχεται στα σώματα, Ηράκλ.)
5. μέσ. επικαλούμαι τη φιλόξενη, την ευμενή μαρτυρία («ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ’ ώς θανουμένη», Αισχύλ.)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιξενοῦσθαι, μαρτύρεσθαι, πορεύεσθαι
Σοφοκλῆς Ἀχαιῶν συλλόγῳ καὶ Αἰσχύλος Κρήσσαις».