σκολιοπόρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skolioporos | |Transliteration C=skolioporos | ||
|Beta Code=skoliopo/ros | |Beta Code=skoliopo/ros | ||
|Definition= | |Definition=σκολιοπόρον, [[with winding passages]], ὦτα S.E.''P.''1.126. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκολιοπόρος:''' [[с кривыми ходами]] ([[ὦτα]] Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[λοξός]], [[στρεβλός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκολιός]] «[[λοξός]], [[στρεβλός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
σκολιοπόρον, with winding passages, ὦτα S.E.P.1.126.
Russian (Dvoretsky)
σκολιοπόρος: с кривыми ходами (ὦτα Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
σκολιοπόρος: -ον, ὁ ἔχων σκολιοὺς πόρους, σκολιὰς ὀπάς, ὦτα Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 126· - σκολιοπορία, ἡ, Καισάρ. σ. 944, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σκολιούς πόρους, συνεστραμμένες, ελικοειδείς κοιλότητες («ὦτα σκολιοπόρα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός, στρεβλός» + πόρος.