πυρευτικός: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyreftikos | |Transliteration C=pyreftikos | ||
|Beta Code=pureutiko/s | |Beta Code=pureutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πυρευτική, πυρευτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[fishing]] by [[torchlight]], [[πυρευτική]] (''[[sc.]]'' [[θήρα]]) Pl.''Sph.''220d; cf. [[πυρία]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">II</span> for [[burning]], χρεία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.1.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
πυρευτική, πυρευτικόν,
A of or for fishing by torchlight, πυρευτική (sc. θήρα) Pl.Sph.220d; cf. πυρία ΙΙ.
II for burning, χρεία Thphr. HP 5.1.12.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρευτικός: -ή, -όν, (πυρευτὴς) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν μετὰ πυρσοῦ ἁλιείαν, πυρευτικὴ (ἐξυπακ. θήρα) Πλάτ. Σοφιστ. 220D· πρβλ. πυρία ΙΙ. ΙΙ. (πυρεύω) ὁ πρὸς καῦσιν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 12.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πυρεύω
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο ψάρεμα με πυρσούς, στο πυροφάνι
2. ο κατάλληλος για καύση
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πυρευτική
νυχτερινό ψάρεμα με πυρσούς, πυροφάνι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρευτικός -ή -όν [πυρεύω] horend bij het vissen bij fakkellicht:. πυρευτικὴ θήρα visvangst bij het licht van fakkels Plat. Sph. 220d.