αὐστηρία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afstiria
|Transliteration C=afstiria
|Beta Code=au)sthri/a
|Beta Code=au)sthri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[αὐστηρότης]], στρυφνότης καὶ αὐ. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.12.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph. of men, [[austerity]], ἠθῶν <span class="bibl">Plb.4.21.1</span>, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span> 2.160.6, etc.; as a virtue, <span class="title">Stoic.</span>3.66.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[αὐστηρότης]] ([[dryness]], [[coarseness]]), [[στρυφνότης]] καὶ αὐστηρία [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.12.6.<br><span class="bld">2</span> metaph. of men, [[austerity]], [[severity]], ἠθῶν Plb.4.21.1, ''Cat.Cod.Astr.'' 2.160.6, etc.; as a virtue, ''Stoic.''3.66.
}}
{{ls
|lstext='''αὐστηρία''': ἡ, = [[αὐστηρότης]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 6: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[αὐστηρότης]], [[τραχύτης]], Πολύβ. 4. 21, 1. κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> [[aspereza]] ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.<i>CP</i> 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.<i>Prot</i>.10.109.1.<br /><b class="num">II</b> del carácter<br /><b class="num">1</b> [[austeridad]] ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.12 tít.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[dureza]], [[aspereza]], [[severidad]] νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι [[LXX]] 2<i>Ma</i>.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.<i>Haer</i>.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.<i>Mag</i>.3.16.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">I</b> [[aspereza]] ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.<i>CP</i> 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.<i>Prot</i>.10.109.1.<br /><b class="num">II</b> del carácter<br /><b class="num">1</b> [[austeridad]] ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.<i>Cat.Ma</i>.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.12 tít.<br /><b class="num">2</b> en sent. peyor. [[dureza]], [[aspereza]], [[severidad]] νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι [[LXX]] 2<i>Ma</i>.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.<i>Haer</i>.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.<i>Mag</i>.3.16.
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=η (AM [[αὐστηρία]]) [[αυστηρός]]<br />[[αυστηρότητα]] [[σκληρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρότητα]] ηθών.
|ptext=ἡ, = [[αὐστηρότης]], Theophr. <i>C.P</i>. 6.18; ἠθῶν Poll. 4.21; Plut. <i>Cat. mai</i>. 16.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐστηρία:''' ἡ [[суровость]] Polyb., Plut.
|elrutext='''αὐστηρία:''' ἡ [[суровость]] Polyb., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''αὐστηρία''': ἡ, = [[αὐστηρότης]], Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 6: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, [[αὐστηρότης]], [[τραχύτης]], Πολύβ. 4. 21, 1. κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[αὐστηρία]]) [[αυστηρός]]<br />[[αυστηρότητα]] [[σκληρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυστηρότητα]] ηθών.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐστηρία Medium diacritics: αὐστηρία Low diacritics: αυστηρία Capitals: ΑΥΣΤΗΡΙΑ
Transliteration A: austēría Transliteration B: austēria Transliteration C: afstiria Beta Code: au)sthri/a

English (LSJ)

ἡ,
A = αὐστηρότης (dryness, coarseness), στρυφνότης καὶ αὐστηρία Thphr. CP 6.12.6.
2 metaph. of men, austerity, severity, ἠθῶν Plb.4.21.1, Cat.Cod.Astr. 2.160.6, etc.; as a virtue, Stoic.3.66.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I aspereza ref. a un fruto κατὰ στρυφνότητα καὶ αὐστηρίαν Thphr.CP 6.12.6, ἡ τῶν φαρμάκων αὐ. Clem.Al.Prot.10.109.1.
II del carácter
1 austeridad ἠθῶν Plb.4.21.1, definida como virtud, Chrysipp.Stoic.3.66, cf. Aristo Phil.14.6, τοῦ ἀνδρός Plu.Cat.Ma.16, ἡ μὲν Σύλλου καὶ Μαρίου καὶ Αὐγούστου αὐ. D.C.75.8.1, del pedagogo, Clem.Al.Paed.1.12 tít.
2 en sent. peyor. dureza, aspereza, severidad νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι LXX 2Ma.14, 30, τοῦ Ἀρειανοῦ ἐπισκόπου τοῦ πολλὰ ἰσχύσαντος πλούτῳ τε καὶ αὐστηρίᾳ Epiph.Const.Haer.30.5.6, ἄνδρες ... νόμῳ πρέπουσαν αὐστηρίαν ἀνατείνοντες Lyd.Mag.3.16.

German (Pape)

ἡ, = αὐστηρότης, Theophr. C.P. 6.18; ἠθῶν Poll. 4.21; Plut. Cat. mai. 16.

Russian (Dvoretsky)

αὐστηρία:суровость Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρία: ἡ, = αὐστηρότης, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 12, 6: - μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων, αὐστηρότης, τραχύτης, Πολύβ. 4. 21, 1. κτλ.

Greek Monolingual

η (AM αὐστηρία) αυστηρός
αυστηρότητα σκληρότητα
αρχ.
αυστηρότητα ηθών.