καῦνος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] ὁ, das Loos, Cratin. bei Schol. Ar. Pax 1081; bei Arcad. 64, 6 [[καυνός]]. S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1408.png Seite 1408]] ὁ, das Loos, Cratin. bei Schol. Ar. Pax 1081; bei Arcad. 64, 6 [[καυνός]]. S. nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lot échu par le sort ; sort.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
{{elru
|elrutext='''καῦνος:''' ὁ [[жребий]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καῦνος''': ὁ, = [[κλῆρος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτ.» 20 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 543· πρβλ. [[διακαυνιάζω]], Σουΐδ.
|lstext='''καῦνος''': ὁ, = [[κλῆρος]], Κρατῖνος ἐν «Πυτ.» 20 ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 543· πρβλ. [[διακαυνιάζω]], Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />lot échu par le sort ; sort.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=καῡνος και [[καυνός]], ὁ (Α)<br />[[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «[[κλήρος]]», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>καῦσνος</i>].
|mltxt=καῡνος και [[καυνός]], ὁ (Α)<br />[[κλήρος]], [[λαχνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «[[κλήρος]]», [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>καῦσνος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''καῦνος:''' ὁ [[жребий]] Arph.
}}
}}

Latest revision as of 13:44, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1408] ὁ, das Loos, Cratin. bei Schol. Ar. Pax 1081; bei Arcad. 64, 6 καυνός. S. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lot échu par le sort ; sort.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

καῦνος:жребий Arph.

Greek (Liddell-Scott)

καῦνος: ὁ, = κλῆρος, Κρατῖνος ἐν «Πυτ.» 20 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 543· πρβλ. διακαυνιάζω, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καῡνος και καυνός, ὁ (Α)
κλήρος, λαχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένειά του με το αρχ. σλαβ. kŭšĭ «κλήρος», οπότε θα πρέπει να προέρχεται από αμάρτυρο τ. καῦσνος].