τυμβοχόη: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tymvochoi
|Transliteration C=tymvochoi
|Beta Code=tumboxo/h
|Beta Code=tumboxo/h
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> the [[throw]]ing up a [[cairn]] or [[barrow]], ibid. ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">τυμβοχοῆσ'</b>, v. foreg.).</span>
|Definition=ἡ, the [[throw]]ing up a [[cairn]] or [[barrow]], ibid. ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">τυμβοχοῆσ'</b>, v. [[τυμβοχοέω]]).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τυμβοχόη''': ([[οὐχί]] -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
|elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] [[bouw van een grafheuvel]].
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοχόη:''' [[насыпание могильного холма]], [[погребение]] Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τυμβοχόη:''' ἡ, [[συσσώρευση]] χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τυμβοχόη:''' ἡ, [[συσσώρευση]] χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τυμβοχόη:''' [[насыпание могильного холма]], [[погребение]] Hom.
|lstext='''τυμβοχόη''': ([[οὐχί]] -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τυμβοχόη]], ἡ,<br />the throwing up a [[cairn]], Il. [from [[τυμβοχόος]]
|mdlsjtxt=[[τυμβοχόη]], ἡ,<br />the throwing up a [[cairn]], Il. [from [[τυμβοχόος]]
}}
}}

Latest revision as of 08:02, 27 May 2023

English (LSJ)

ἡ, the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. τυμβοχοέω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόη:насыпание могильного холма, погребение Hom.

English (Autenrieth)

see the foregoing.

Greek Monolingual

ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.

Greek Monotonic

τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

τυμβοχόη, ἡ,
the throwing up a cairn, Il. [from τυμβοχόος